- αλογουρά
- ηβλ. αλογοουρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλογοουρά — και αλογονουρά και αλογουρά, η 1. ουρά αλόγου 2. ονομασία που δίνεται σε διάφορα αγριόχορτα 3. είδος γυναικείου χτενίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + ουρά. Ο τ. αλογονουρά < άλογο + νουρά] … Dictionary of Greek